ετυμολογήσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ετυμολογήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ετυμολογώ
  2. θα ετυμολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ετυμολογώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ετυμολογήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ετυμολόγηση