ετυμολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ετυμολογικός παρασύνθετη > ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ετυμολογικός, -ή, -ό
- σχετικός ή αναφερόμενος στην ετυμολογία μιας λέξης.
το ουδέτερο→ «ετυμολογικό», ως ουσιαστικό, το μέρος της γραμματικής που πραγματεύεται για το έτυμο→ το πραγματικό, την πρώτη ῥίζα από την οποία προήλθε η λέξη.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετυμολογικός