ευάριθμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευάριθμος < μεσαιωνική ελληνική εὐάριθμος < αρχαία ελληνική εὖ + ἀριθμός
Επίθετο[επεξεργασία]
ευάριθμος, -η, -ο
- (λόγιο) που είναι μικρός ή λίγος αριθμητικά, που μπορεί να αριθμηθεί ή να μετρηθεί εύκολα
- Μόνο όταν η Βασιλεύουσα, παρά την ηρωική αντίσταση των ολιγάριθμων υπερασπιστών της, υπό την ηγεσία του αυτοκράτορα-μάρτυρα Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου, και των ευάριθμων συμμάχων της υπό τον Γενοβέζο Τζουστινιάνι, ελύγισε υπό τα πλήγματα του τεράστιου σε αριθμό στρατού και στόλου του νεαρού σουλτάνου Μωάμεθ Β', μόνο τότε η Δύση θα κατανοήσει το μέγεθος της καταστροφής και της απειλής κατά της καθολικής τώρα χριστιανοσύνης. (Ελένη Γλύκατζη - Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, σελ. 53)