ευαγγέλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευαγγέλιο < (ελληνιστική κοινή) εὐαγγέλιον < εύ = άγγελος + -ιον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.vaŋˈɟe.li.o/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ευαγγέλιο ουδέτερο
- (θρησκεία) το καθένα από τα τέσσερα αναγνωρισμένα βιβλία που εξιστορούν τη ζωή και τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού
- ※ Άρχισε ο παπα-Γρηγόρης να διαβάζει το Ευαγγέλιο από τον άμβωνα, με τη βαριά φωνή του που έκανε τα τζαμάκια της εκκλησίας να τριζοβολάνε (Άλκη Ζέη, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, 1971)
- (μεταφορικά) οποιοδήποτε κήρυγμα που ευαγγελίζεται (υπόσχεται) την ευτυχία του κόσμου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- αλλουνού παπά ευαγγέλιο
- βάζω το χέρι μου στο ευαγγέλιο: έχω απόλυτη βεβαιότητα για ό,τι λέω, ορκίζομαι
- χαράς ευαγγέλια!: χαρμόσυνη μεταβολή