ευαγγέλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευαγγέλιο < ελληνιστική κοινή εὐαγγέλιον < εύ = άγγελος + -ιον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ.vaŋ.ˈɟɛ.li.ɔ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευαγγέλιο ουδέτερο
- (θρησκεία) το καθένα από τα τέσσερα αναγνωρισμένα βιβλία που εξιστορούν τη ζωή και τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού
- (μεταφορικά) οποιοδήποτε κήρυγμα που ευαγγελίζεται (υπόσχεται) την ευτυχία του κόσμου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- βάζω το χέρι μου στο ευαγγέλιο : έχω απόλυτη βεβαιότητα για ό,τι λέω, ορκίζομαι
- χαράς ευαγγέλια! : χαρμόσυνη μεταβολή