ευαισθητοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευαισθητοποιούμαι, παθητική φωνή του ευαισθητοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ευαισθητοποιούμαι

  1. δείχνω ευαισθησία για κάτι, καθίσταμαι ευαίσθητος, ενδιαφέρομαι ενεργά για ένα θέμα (συνήθως κοινωνικό)
  2. συγκινούμαι από ένα ερέθισμα και στη συνέχεια δείχνω ευαισθησία και ενδιαφέρον για κάτι

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη ευαισθητοποιώ