ευαισθητοποιούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευαισθητοποιούμαι, παθητική φωνή του ευαισθητοποιώ
Ρήμα[επεξεργασία]
ευαισθητοποιούμαι
- δείχνω ευαισθησία για κάτι, καθίσταμαι ευαίσθητος, ενδιαφέρομαι ενεργά για ένα θέμα (συνήθως κοινωνικό)
- συγκινούμαι από ένα ερέθισμα και στη συνέχεια δείχνω ευαισθησία και ενδιαφέρον για κάτι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ευαισθητοποιώ