ευαπόκτητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ευαπόκτητος
- που εύκολα αποκτιέται
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευαπόκτητος
|