ευαρεστήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ευαρεστήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευαρεστώ
- θα ευαρεστήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευαρεστώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ευαρεστήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ευαρέστηση