ευγευσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευγευσία οι ευγευσίες
      γενική της ευγευσίας των ευγευσιών
    αιτιατική την ευγευσία τις ευγευσίες
     κλητική ευγευσία ευγευσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

/?/

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

η ευγευσία (el) θηλυκό < ευ- + -γευσία ( < γεύση + -ία )

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

η ευγευσία (el) θηλυκό

  1. η νοστιμιά
  2. η αναλυτική ικανότητα γεύσης


Συνώνυμα[επεξεργασία]

λαϊκότροπα[επεξεργασία]

επιφωνήματα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]