ευδοκώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὐδοκῶ, ευδοκιμώ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευδοκώ < (ελληνιστική κοινήεὐδοκέω / εὐδοκῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ευδοκώ

  1. (λόγιο) εκφράζω τη θέλησή μου να πραγματοποιήσω κάτι, είμαι ευνοϊκός ή ευνοϊκά διακείμενος προς κάτι
     συνώνυμα: αποδέχομαι, ευαρεστούμαι, συγκατανεύω, συγκατατίθεμαι, συναινώ
     αντώνυμα: αρνούμαι, αποποιούμαι, απορρίπτω
  2. (ειρωνικό) συγκατανεύω καθυστερημένα, αργοπορώ να συναινέσω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]