ευεργέτρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευεργέτρια οι ευεργέτριες
      γενική της ευεργέτριας των ευεργετριών
    αιτιατική την ευεργέτρια τις ευεργέτριες
     κλητική ευεργέτρια ευεργέτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευεργέτρια < ευεργέτης + -τρια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ευεργέτρια θηλυκό (& ευεργέτιδα & ευεργέτισσα)

  • θηλυκό του ευεργέτης
    • Η Καλλιόπη Τάττη ήταν Ελληνίδα ευεργέτρια.
    • Εμένα που δεν με βλέπετε μια μέρα θα με λογαριάζετε εθνική ευεργέτρια σημαντικότερη κι από αυτόν τον Βαρβάκη. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]