ευετηρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευετηρία < αρχαία ελληνική εὐετηρία < εὖ + ἔτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευετηρία θηλυκό
- (λόγιο) η καλή χρονιά, η εύφορη, κατά την οποία έχει παραχθεί πλούσια σοδειά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ευετηριακός
- → δείτε τις λέξεις εὖ και έτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευετηρία
|