ευθέτησις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευθέτησις < ελληνιστική κοινή εὐθέτησις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευθέτησις θηλυκό
- (λόγιο) άλλη μορφή του διευθέτηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευθέτησις
|