ευθαλής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευθαλής < αρχαία ελληνική εὐθαλής

Επίθετο[επεξεργασία]

ευθαλής

  1. που θάλλει, που χαρακτηρίζεται από υγεία, ζωτική δύναμη, ανάπτυξη
  2. που ακμάζει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]