ευθεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- ευθεία < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ευθύς (ευθεία γραμμή)
Επίρρημα
[επεξεργασία]ευθεία
- προχωρώντας σε ευθεία γραμμή, διατηρώντας σταθερή κατεύθυνση χωρίς να στρίψεις καθόλου, ίσια (για κατεύθυνση)
- ⮡ πήγαινε ευθεία, όπου σε πάει ο δρόμος, και μετά από δύο χιλιόμετρα στρίψε αριστερά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] (επίρρημα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευθεία | οι | ευθείες |
γενική | της | ευθείας | των | ευθειών |
αιτιατική | την | ευθεία | τις | ευθείες |
κλητική | ευθεία | ευθείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ευθεία θηλυκό
- (γεωμετρία) η γραμμή που διέρχεται από δύο σημεία Α και Β, απείρου μήκους, χωρίς πάχος, χωρίς αρχή και τέλος και απολύτως ίσια. Είναι ένα από τα πρωταρχικά αξιώματα της ευκλείδειας γεωμετρίας.
- ⮡ Στον ευκλείδειο χώρο, η ευθεία, άπειρου μήκους, διέρχεται από δύο σημεία και γράφεται
< < < < ___________.A _____________________________________.B_______________________ > > > >
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- ευθεία: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ευθεία