ευθετίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευθετίζω < αρχαία ελληνική εὐθετίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
ευθετίζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευθετίζω | ευθέτιζα | θα ευθετίζω | να ευθετίζω | ευθετίζοντας | |
β' ενικ. | ευθετίζεις | ευθέτιζες | θα ευθετίζεις | να ευθετίζεις | ευθέτιζε | |
γ' ενικ. | ευθετίζει | ευθέτιζε | θα ευθετίζει | να ευθετίζει | ||
α' πληθ. | ευθετίζουμε | ευθετίζαμε | θα ευθετίζουμε | να ευθετίζουμε | ||
β' πληθ. | ευθετίζετε | ευθετίζατε | θα ευθετίζετε | να ευθετίζετε | ευθετίζετε | |
γ' πληθ. | ευθετίζουν(ε) | ευθέτιζαν ευθετίζαν(ε) |
θα ευθετίζουν(ε) | να ευθετίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ευθέτισα | θα ευθετίσω | να ευθετίσω | ευθετίσει | ||
β' ενικ. | ευθέτισες | θα ευθετίσεις | να ευθετίσεις | ευθέτισε | ||
γ' ενικ. | ευθέτισε | θα ευθετίσει | να ευθετίσει | |||
α' πληθ. | ευθετίσαμε | θα ευθετίσουμε | να ευθετίσουμε | |||
β' πληθ. | ευθετίσατε | θα ευθετίσετε | να ευθετίσετε | ευθετίστε | ||
γ' πληθ. | ευθέτισαν ευθετίσαν(ε) |
θα ευθετίσουν(ε) | να ευθετίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ευθετίσει | είχα ευθετίσει | θα έχω ευθετίσει | να έχω ευθετίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ευθετίσει | είχες ευθετίσει | θα έχεις ευθετίσει | να έχεις ευθετίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ευθετίσει | είχε ευθετίσει | θα έχει ευθετίσει | να έχει ευθετίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ευθετίσει | είχαμε ευθετίσει | θα έχουμε ευθετίσει | να έχουμε ευθετίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ευθετίσει | είχατε ευθετίσει | θα έχετε ευθετίσει | να έχετε ευθετίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ευθετίσει | είχαν ευθετίσει | θα έχουν ευθετίσει | να έχουν ευθετίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευθετίζω
|