ευθυβολία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὐθυβολία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευθυβολία οι ευθυβολίες
      γενική της ευθυβολίας των ευθυβολιών
    αιτιατική την ευθυβολία τις ευθυβολίες
     κλητική ευθυβολία ευθυβολίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευθυβολία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐθυβολία < εὐθύβολος < → δείτε  αρχαία ελληνική εὐθύς + βάλλω. Συγχρονικά αναλύεται σε ευθυ- + -βολία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.fθi.voˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐θυ‐βο‐λί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ευθυβολία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]