ευθυμώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευθυμώ < αρχαία ελληνική εὐθυμέω / εὐθυμῶ < εὔθυμος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.fθiˈmo/

Ρήμα[επεξεργασία]

ευθυμώ

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]