ευθύγραμμο τμήμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευθύγραμμο τμήμα < → δείτε τις λέξεις ευθύγραμμος και τμήμα

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

ευθύγραμμο τμήμα ουδέτερο

  • (γεωμετρία) το τμήμα μιας ευθείας γραμμής που περιλαμβάνει δύο σημεία Α και Β και όλα όσα υπάρχουν μεταξύ τους. Είναι ένα προσδιορισμένο κομμάτι μιας ευθείας.
    Το ευθύγραμμο τμήμα παριστάνεται με ΑΒ ή Έχει μήκος, αλλά δεν έχει κατεύθυνση, δεν έχει προσανατολισμό, όπως το διάνυσμα.
    ευθύγραμμο τμήμα πάνω στη φέρουσα άπειρου μήκους ευθεία

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]