ευκάλυπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ευκάλυπτος | οι | ευκάλυπτοι |
γενική | του | ευκάλυπτου & ευκαλύπτου |
των | ευκάλυπτων & ευκαλύπτων |
αιτιατική | τον | ευκάλυπτο | τους | ευκάλυπτους & ευκαλύπτους |
κλητική | ευκάλυπτε | ευκάλυπτοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευκάλυπτος < (λόγιο δάνειο) νεολατινική eucalyptus < αρχαία ελληνική εὖ + καλύπτ(ω) + -ος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /efˈka.li.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐κά‐λυ‐πτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευκάλυπτος αρσενικό
- (δέντρο) αειθαλές δέντρο του γένους Eucalyptus με μακρόστενα φύλλα από τα οποία παράγεται το ευκαλυπτέλαιο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευκάλυπτος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ευκάλυπτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δέντρα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)