ευκίνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευκίνητος < αρχαία ελληνική εὐκίνητος < εὖ + κινέω / κινῶ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /εf.ˈci.ni.tɔs/
Επίθετο[επεξεργασία]
ευκίνητος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που κινείται εύκολα (και ταχέως)
- (μεταφορικά) που διακρίνεται για την ευστροφία και την εξυπνάδα του