ευκαιριακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ευκαιριακά < ευκαιριακ(ός) + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
ευκαιριακά
- με ευκαιριακό τρόπο ή σε ευκαιριακό χρόνο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευκαιριακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ευκαιριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ευκαιριακό