ευκαιρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευκαιρώ < ελληνιστική εὐκαιρέω-ω < εὔκαιρος
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ευκαιρώ, πρτ.: ευκαιρούσα, στ.μέλλ.: θα ευκαιρήσω, αόρ.: ευκαίρησα