ευκατάληπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευκατάληπτος < ευ + καταληπτός
Επίθετο[επεξεργασία]
ευκατάληπτος, -η, -ο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευκατάληπτος