ευκατάληπτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευκατάληπτος η ευκατάληπτη το ευκατάληπτο
      γενική του ευκατάληπτου της ευκατάληπτης του ευκατάληπτου
    αιτιατική τον ευκατάληπτο την ευκατάληπτη το ευκατάληπτο
     κλητική ευκατάληπτε ευκατάληπτη ευκατάληπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευκατάληπτοι οι ευκατάληπτες τα ευκατάληπτα
      γενική των ευκατάληπτων των ευκατάληπτων των ευκατάληπτων
    αιτιατική τους ευκατάληπτους τις ευκατάληπτες τα ευκατάληπτα
     κλητική ευκατάληπτοι ευκατάληπτες ευκατάληπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευκατάληπτος < ευ + καταληπτός

Επίθετο[επεξεργασία]

ευκατάληπτος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]