ευκατάστατος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευκατάστατος < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καθίστημι < ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂-
Επίθετο
[επεξεργασία]ευκατάστατος, -η, -ο
- που βρίσκεται σε καλή οικονομική ή περιουσιακή κατάσταση