ευκατανόητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευκατανόητος < ελληνιστική κοινή εὐκατανόητος
Επίθετο[επεξεργασία]
ευκατανόητος
- που είναι εύκολο να τον κατανοήσουμε
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ευκατανόητα
- → δείτε τις λέξεις ευ και κατανοώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευκατανόητος