ευκοίλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ευκοίλια | ||
γενική | των | ευκοίλιων | ||
αιτιατική | τα | ευκοίλια | ||
κλητική | ευκοίλια | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευκοίλια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ευκοίλιος στον πληθυντικό < ελληνιστική κοινή εὐκοίλιος < αρχαία ελληνική εὖ + κοιλία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευκοίλια ουδέτερο στον πληθυντικό
- η διάρροια
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευκοίλια
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)