ευκολοκυρίευτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευκολοκυρίευτος η ευκολοκυρίευτη το ευκολοκυρίευτο
      γενική του ευκολοκυρίευτου της ευκολοκυρίευτης του ευκολοκυρίευτου
    αιτιατική τον ευκολοκυρίευτο την ευκολοκυρίευτη το ευκολοκυρίευτο
     κλητική ευκολοκυρίευτε ευκολοκυρίευτη ευκολοκυρίευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευκολοκυρίευτοι οι ευκολοκυρίευτες τα ευκολοκυρίευτα
      γενική των ευκολοκυρίευτων των ευκολοκυρίευτων των ευκολοκυρίευτων
    αιτιατική τους ευκολοκυρίευτους τις ευκολοκυρίευτες τα ευκολοκυρίευτα
     κλητική ευκολοκυρίευτοι ευκολοκυρίευτες ευκολοκυρίευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευκολοκυρίευτος < εύκολος + -ο- + κυριεύω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ευκολοκυρίευτος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]