ευκολομνημόνευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευκολομνημόνευτος < ευκολο- + -μνημονευτ- (απομνημονεύω) με αποκοπή του απο- + -τος < ευμνημόνευτος < εσωτερικό (μεταφραστικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐμνημόνευτος κατά το αξιομνημόνευτος
Επίθετο[επεξεργασία]
ευκολομνημόνευτος, -η, -ο
- που εύκολα χαράσσεται/αποτυπώνεται στην μνήμη
- που εύκολα τον θυμάσαι και δύσκολα τον ξεχνάς
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αρχαία ελληνικά εὐμνημόνευτος, -ος, -ον
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ευκολο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)