ευκολύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευκολύνω < εύκολος + -ύνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ευκολύνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]