ευκτική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευκτική | οι | ευκτικές |
γενική | της | ευκτικής | των | ευκτικών |
αιτιατική | την | ευκτική | τις | ευκτικές |
κλητική | ευκτική | ευκτικές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευκτική < ελληνιστική κοινή εὐκτική < εὔχομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευκτική θηλυκό
- (γραμματική) έγκλιση του ρήματος σε γλώσσες όπως η αρχαία ελληνική· μερικές από τις χρήσεις της είναι η δήλωση της ευχής, της δυνατότητας, της επανάληψης καθώς και στον πλάγιο λόγο και σε υποθετικούς λόγους