ευλαβής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευλαβής | η | ευλαβής | το | ευλαβές |
γενική | του | ευλαβούς | της | ευλαβούς | του | ευλαβούς |
αιτιατική | τον | ευλαβή | την | ευλαβή | το | ευλαβές |
κλητική | ευλαβή(ς) | ευλαβής | ευλαβές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευλαβείς | οι | ευλαβείς | τα | ευλαβή |
γενική | των | ευλαβών | των | ευλαβών | των | ευλαβών |
αιτιατική | τους | ευλαβείς | τις | ευλαβείς | τα | ευλαβή |
κλητική | ευλαβείς | ευλαβείς | ευλαβή | |||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευλαβής < αρχαία ελληνική εὐλαβής < εὖ + λαμβάνω
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ευλαβής -ής -ές
- (για πρόσωπα) που συμμετέχει με δέος σε λατρευτικές εκδηλώσεις και δείχνει ιδιαίτερο σεβασμό προς το Θεό
- ευλαβής πιστός
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ανευλάβεια
- ανευλαβής
- ανεύλαβος
- ανευλαβώς
- ευλάβεια
- ευλαβικά
- ευλαβικός
- ευλαβούμαι
- → δείτε τη λέξη λαμβάνω