ευλυγισία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.vli.ʝiˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐λυ‐γι‐σί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευλυγισία θηλυκό
- η ιδιότητα του ευλύγιστου, το να είναι κάποιος εύκαμπτος
- η ελαστικότητα των μυών και η αρθρική κινητικότητα
- η ευκολία που έχει κάποιο σώμα ή κάτι στο να λυγίζει
- (μεταφορικά) η ικανότητα προσαρμογής σε κάτι νέο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ευλύγιστος και λυγίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευλυγισία