ευλύγιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὐλύγιστος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευλύγιστος η ευλύγιστη το ευλύγιστο
      γενική του ευλύγιστου της ευλύγιστης του ευλύγιστου
    αιτιατική τον ευλύγιστο την ευλύγιστη το ευλύγιστο
     κλητική ευλύγιστε ευλύγιστη ευλύγιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευλύγιστοι οι ευλύγιστες τα ευλύγιστα
      γενική των ευλύγιστων των ευλύγιστων των ευλύγιστων
    αιτιατική τους ευλύγιστους τις ευλύγιστες τα ευλύγιστα
     κλητική ευλύγιστοι ευλύγιστες ευλύγιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευλύγιστος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική εὐλύγιστος < εὖ + αρχαία ελληνική λυγίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈvli.ʝi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐λύ‐γι‐στπς

Επίθετο[επεξεργασία]

ευλύγιστος, -η, -ο

  1. που λυγίζει εύκολα
     συνώνυμα: εύκαμπτος
  2. (μεταφορικά) που έχει ικανότητα προσαρμογής σε κάτι νέο
     συνώνυμα: ευπροσάρμοστος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]