ευλύγιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευλύγιστος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική εὐλύγιστος < εὖ + αρχαία ελληνική λυγίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈvli.ʝi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐λύ‐γι‐στπς
Επίθετο[επεξεργασία]
ευλύγιστος, -η, -ο
- που λυγίζει εύκολα
- που έχει ελαστικότητα των μυών και μεγάλη αρθρική κινητικότητα
- (μεταφορικά) που έχει ικανότητα προσαρμογής σε κάτι νέο
[επεξεργασία]
- ευλυγισία
- ευλύγιστα (επίρρημα, καθαρεύουσα εὐλυγίστως)
- → δείτε τη λέξη λυγίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευλύγιστος
Πηγές[επεξεργασία]
- ευλύγιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)