ευμαρής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὐμαρής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευμαρής η ευμαρής το ευμαρές
      γενική του ευμαρούς* της ευμαρούς του ευμαρούς
    αιτιατική τον ευμαρή την ευμαρή το ευμαρές
     κλητική ευμαρή(ς) ευμαρής ευμαρές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευμαρείς οι ευμαρείς τα ευμαρή
      γενική των ευμαρών των ευμαρών των ευμαρών
    αιτιατική τους ευμαρείς τις ευμαρείς τα ευμαρή
     κλητική ευμαρείς ευμαρείς ευμαρή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευμαρής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐμαρής < εὖ + μάρη (χέριπαραβάλετε το εὐχερής

Επίθετο[επεξεργασία]

ευμαρής, -ής, -ες

  • (αρχαιοπρεπές) που ζει σε ευμάρεια
    ※  Στην περιπέτεια μπήκαν πολλοί από τη μεσαία τάξη της τότε εποχής, θα μπορούσα να πω πως στην πρώτη γραμμή της αγγλικής κατασκοπείας βρίσκονταν πρώην ευμαρή στρώματα. (@tanea.gr)
    ※  Πώς μπορούν τα ευμαρή κράτη να καμαρώνουν για την οικονομική επιτυχία τους όταν δεν μπορούν να λύσουν τα προβλήματα της ανθρωπότητας; (@tovima.gr)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]