ευμενές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ευμενές (γενική εν. ευμενούς)

{κλείδα ταξινόμησης|ευμενεσ}}