ευμετάδοτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευμετάδοτος η ευμετάδοτη το ευμετάδοτο
      γενική του ευμετάδοτου της ευμετάδοτης του ευμετάδοτου
    αιτιατική τον ευμετάδοτο την ευμετάδοτη το ευμετάδοτο
     κλητική ευμετάδοτε ευμετάδοτη ευμετάδοτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευμετάδοτοι οι ευμετάδοτες τα ευμετάδοτα
      γενική των ευμετάδοτων των ευμετάδοτων των ευμετάδοτων
    αιτιατική τους ευμετάδοτους τις ευμετάδοτες τα ευμετάδοτα
     κλητική ευμετάδοτοι ευμετάδοτες ευμετάδοτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευμετάδοτος < ελληνιστική κοινή εὐμετάδοτος < αρχαία ελληνική εὖ + μεταδίδωμι

Επίθετο[επεξεργασία]

ευμετάδοτος

  1. που μεταδίδεται εύκολα
  2. μεταδοτικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]