ευμεταβλητότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευμεταβλητότητα < ευμετάβλητος + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευμεταβλητότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ή κάτι ευμετάβλητο(ς), η ιδιότητα του ευμετάβλητου