ευνή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευνή | οι | ευνές |
γενική | της | ευνής | των | ευνών |
αιτιατική | την | ευνή | τις | ευνές |
κλητική | ευνή | ευνές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευνή < αρχαία ελληνική εὐνή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ευνή θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) το κρεβάτι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ακατεύναστος
- ευνουχίζω
- ευνουχισμός
- ευνούχος
- κατευνάζω
- κατευνασμός
- κατευναστικά
- κατευναστικός
- σύνευνος