ευνοουμένη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευνοουμένη | οι | ευνοούμενες |
γενική | της | ευνοουμένης | των | ευνοουμένων |
αιτιατική | την | ευνοουμένη | τις | ευνοούμενες |
κλητική | ευνοουμένη | ευνοούμενες | ||
Κατηγορία όπως «κατηγορουμένη» - Δείτε: μετακίνηση τόνου στο Παράρτημα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευνοουμένη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ευνοούμενος, στο λόγιο τύπο κατά την αρχαία κλίση (→ δείτε και τη λέξη ευνοούμενη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ev.no.uˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐νο‐ου‐μέ‐νη
- τονικό παρώνυμο: ευνοούμενη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευνοουμένη θηλυκό
- θηλυκό του ευνοούμενος, η ερωμένη ηγεμόνα
- ↪ η Πομπαντούρ ήταν ευνοουμένη του Λουδοβίκου του ΙΕ΄ με μεγάλη πολιτική δύναμη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ευνοούμενος
ευνοουμένη
|
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
ευνοουμένη
- (λόγιο) θηλυκό του ευοούμενος, λόγιος τύπος του ευνοούμενη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κατηγορουμένη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι μετοχών (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι κλιτικοί τύποι μετοχών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)