ευνουχοειδισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευνουχοειδισμός < → δείτε τη λέξη ευνουχοϊδισμός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ev.nou.xo.i.ðiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐νου‐χο‐ει‐δι‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευνουχοειδισμός αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευνουχοειδισμός
→ δείτε τη λέξη ευνουχοϊδισμός |
Πηγές[επεξεργασία]
- Khader I. Alkhouri, Αγγλοελληνικό λεξικό θρησκειοψυχολογικών όρων, Αθήνα, 2020