Μετάβαση στο περιεχόμενο

ευνουχοϊδισμός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευνουχοϊδισμός οι ευνουχοϊδισμοί
      γενική του ευνουχοϊδισμού των ευνουχοϊδισμών
    αιτιατική τον ευνουχοϊδισμό τους ευνουχοϊδισμούς
     κλητική ευνουχοϊδισμέ ευνουχοϊδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ευνουχοϊδισμός < διεθνής ορολογία eunuchoid- < αρχαία ελληνική εὐνουχοειδής (που μοιάζει με ευνούχο) + -ism (-ισμός)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ev.nou.xo.i.ðiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευνουχοϊδισμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ευνουχοϊδισμός αρσενικό

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]