ευοδώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευοδώνω < αρχαία ελληνική εὐοδόω / εὐοδῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
ευοδώνω (παθητική φωνή: ευοδώνομαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ακατευόδωτος
- ανευόδωτος
- ευόδωση
- κατευόδωμα
- κατευοδώνω
- → δείτε τις λέξεις ευ και οδός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευοδώνω
|