ευποιία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευποιία | οι | ευποιίες |
γενική | της | ευποιίας | των | ευποιιών |
αιτιατική | την | ευποιία | τις | ευποιίες |
κλητική | ευποιία | ευποιίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευποιία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐποιΐα [1] < εὗ + -ποιία (ποιῶ)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ef.piˈi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐ποι‐ί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευποιία θηλυκό
- (λόγιο) συνώνυμο του αγαθοεργία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αγαθοεργία
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κράτος ευποιίας: το κοινωνικό κράτος, το κράτος πρόνοιας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευποιία
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ευποιία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ευ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποιία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)