ευπρεπισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευπρεπισμός αρσενικό
- η ενέργεια του ευπρεπίζω
- (για πρόσωπο) ο καλλωπισμός
- (για χώρο ή αντικείμενο) η τακτοποίηση, το συγύρισμα, ο καλλωπισμός
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευπρεπισμός