ευπόρθητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευπόρθητος η ευπόρθητη το ευπόρθητο
      γενική του ευπόρθητου της ευπόρθητης του ευπόρθητου
    αιτιατική τον ευπόρθητο την ευπόρθητη το ευπόρθητο
     κλητική ευπόρθητε ευπόρθητη ευπόρθητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευπόρθητοι οι ευπόρθητες τα ευπόρθητα
      γενική των ευπόρθητων των ευπόρθητων των ευπόρθητων
    αιτιατική τους ευπόρθητους τις ευπόρθητες τα ευπόρθητα
     κλητική ευπόρθητοι ευπόρθητες ευπόρθητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευπόρθητος < ευ + πορθώ + -τος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /efˈpoɾ.θi.tos/

Επίθετο[επεξεργασία]

ευπόρθητος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]