ευπώλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευπώλητος < ευ + πωλώ + -τός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bestseller)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /efˈpo.li.tos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ευπώλητος, -η, -ο
- (νεολογισμός) που πουλιέται σε μεγάλες ποσότητες
- (ουσιαστικοποιημένο) (ειδικότερα) ευπώλητο: βιβλίο που έχει μεγάλη επιτυχία, που πουλιέται σε μεγάλες ποσότητες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πουλώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευπώλητος