ευπώλητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευπώλητος η ευπώλητη το ευπώλητο
      γενική του ευπώλητου της ευπώλητης του ευπώλητου
    αιτιατική τον ευπώλητο την ευπώλητη το ευπώλητο
     κλητική ευπώλητε ευπώλητη ευπώλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευπώλητοι οι ευπώλητες τα ευπώλητα
      γενική των ευπώλητων των ευπώλητων των ευπώλητων
    αιτιατική τους ευπώλητους τις ευπώλητες τα ευπώλητα
     κλητική ευπώλητοι ευπώλητες ευπώλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευπώλητος < ευ + πωλώ + -τός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bestseller)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /efˈpo.li.tos/

Επίθετο[επεξεργασία]

ευπώλητος, -η, -ο

  1. (νεολογισμός) που πουλιέται σε μεγάλες ποσότητες
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (ειδικότερα) ευπώλητο: βιβλίο που έχει μεγάλη επιτυχία, που πουλιέται σε μεγάλες ποσότητες

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]