ευρίσκω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευρίσκω < αρχαία ελληνική εὑρίσκω
Ρήμα
[επεξεργασία]ευρίσκω (παθητική φωνή: ευρίσκομαι)
- (λόγιο) άλλη μορφή του βρίσκω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευρίσκω
|