ευρετηριασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευρετηριασμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευρετηριασμός αρσενικό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ευρετηριάζω
- είναι λοιπόν επιτακτική ανάγκη να δημιουργηθεί ένα σύστημα διαρκούς ευρετηριασμού και ταξινόμησης αυτής της πληροφορίας ώστε να αναπτυχθεί ένα κοινό σημείο αναζήτησης για όλες τις κυβερνητικές ιστοσελίδες
- έχει αναπτυχθεί ένα σύστημα σημασιολογικού ευρετηριασμού και πολυδιάστατης ταξινόμησης ιστορικών εγγράφων