ευρετηριασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευρετηριασμός οι ευρετηριασμοί
      γενική του ευρετηριασμού των ευρετηριασμών
    αιτιατική τον ευρετηριασμό τους ευρετηριασμούς
     κλητική ευρετηριασμέ ευρετηριασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευρετηριασμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ευρετηριασμός αρσενικό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ευρετηριάζω
    είναι λοιπόν επιτακτική ανάγκη να δημιουργηθεί ένα σύστημα διαρκούς ευρετηριασμού και ταξινόμησης αυτής της πληροφορίας ώστε να αναπτυχθεί ένα κοινό σημείο αναζήτησης για όλες τις κυβερνητικές ιστοσελίδες
    έχει αναπτυχθεί ένα σύστημα σημασιολογικού ευρετηριασμού και πολυδιάστατης ταξινόμησης ιστορικών εγγράφων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]