ευρετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευρετικός < αρχαία ελληνική εὑρετικός (3.(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική heuristic)
Επίθετο[επεξεργασία]
ευρετικός
- που μπορεί να βρίσκει κάτι (νέο ή πρωτότυπο ή να το επινοεί)
- (ουσιαστικοποιημένο) ευρετική
- (μαθηματικά) που συμβάλλει στην γρήγορη λύση ενός προβλήματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η λύση είναι η βέλτιστη δυνατή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βρίσκω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Heuristic στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)