ευρυαγγεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.vɾi.aŋˈɟi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευρυαγγεία θηλυκό
- (ιατρική) (συνήθως στον πληθυντικό: ευρυαγγείες) διευρυμένα / διατεταμένα επιφανειακά αγγεία (φλέβες)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευρυαγγεία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ευρυ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)